- χλαλοή
- η шум, гам; гвалт (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλαλοή — και αχλαλοή και οχλαλοή, η, Ν οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλαγωγία, με σίγηση τού αρκτικού ο και αφομοίωση τού γ σε λ ] … Dictionary of Greek
αλάλαγμα — το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω] κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή … Dictionary of Greek
οχλοβοή — οχλοβοή, η και χλαλοή, η 1. βοή από συγκέντρωση όχλου. 2. πολύς θόρυβος: Μέσα σε κείνο το κακό και την οχλοβοή δεν πρόφτασα να μάθω τον αριθμό των θυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)